Μόλις είχα φύγει από την εκκλησία, από την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία, με το αντίδωρο ακόμη στο χέρι. Ηταν πολύ νόστιμο, γιατί ο παπα-Νικόλας φρόντισε να μου δώσει από το ζυμωτό, που ξέρει πόσο μου αρέσει. Ολο το πρωί, βέβαια, με ενοχλούσε λίγο η γράβατα, γιατί δεν την είχα δέσει καλά (α, είμαι παραδοσιακός εγώ, δεν αγοράζω από εκείνες με τον έτοιμο κόμπο). Ετσι, κατεβαίνοντας τα σκαλιά της περίκαλλης εκκλησίας μας (μεγάλη η Χάρη του Αγίου Βαλαντίου του θαυματουργού), σκέφτηκα το πιο απλό: να αξιοποιήσω τον χρόνο που είχα μέχρι να πάω στην καθιερωμένη τσιπουροποσία με τα παιδιά. Ετσι λέμε πάντα: τα παιδιά. Κι ας φτάσαμε ήδη τα 66.
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, πήγα. Ψωνίζω από συγκεκριμένο μαγαζί, σαράντα χρόνια τώρα. Θυμάμαι, ήταν σε ένα στενάκι δίπλα από την πλατεία, αλλά με τον καιρό, τα κατάφερε και άνοιξε ένα μεγαλύτερο, ακριβώς πάνω στην πλατεία. Εμαθα ότι πάντρεψε και την κόρη του, με τον γιο ενός γιατρού. Καλά παιδιά. Και έχουν και περιουσία. Αφού πηραν σπίτι και στη θάλασσα.
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, πήγα στον Γιώργη. Ε, Γιώργη τον λέμε πια, τόσα χρόνια, γνωριστήκαμε. Κανα δυο φορές, μου έστειλε και κάρτα στη γιορτή μου, ενώ κάποια Χριστούγεννα, μου είχε στείλει και ένα κρασί, με ετικέτα προσφοράς: δύο γραβάτες στην τιμή της μίας. Ηξερε τι έκανε, καλός έμπορος. Γιατί εγώ, τις αγαπάω τις γραβάες. Τριάντα επτά έχω. Να τις ξεχωρίζω. Διότι, πώς να το κάνουμε; Δεν μπορείς να πας σε κάθε γάμο με ην ίδια γραβάτα. Ούτε στην εκκλησία- ειδικά εκεί! - κάθε Κυριακή με το ίδιο χρώμα. Αλλάζοντας κοστούμι, αλλάζεις και τη γραβάτα. Απλά πράγματα.
Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, μπαίνω στο μαγαζί.
- Γεια σου Γιώργη
- Γεια σου και σένα. Χρόνια Πολλά (Κυριακή της Ορθοδοξίας γαρ. Και ήξερε ο Γιώργης να με κάνει να αισθάνομαι άνετα)
- Μια γραβάτα θέλω
- Μα, εμείς τι είμαστε εδώ; Να μην σε εξυπηρετήσουμε; Να μη δώσουμε στον καλύτερο πελάτη μας, την καλύτερη γραβάτα, στην καλύτερη τιμή;
- Εντάξει Γιώργη, άσε τις γαλιφιές, μια απλή θέλω. Εχουμε τα τσίπουρα μετά και δεν θέλω να με σφίγγει, ούτε να κάνω εντύπωση. Και σε ποιον να κάνω εντύπωση; Μήπως θα γυρίσει εμένα να με κοιτάξει καμία;
- Μα, μη λες τέτοια! Νεότατος είσαι!
- Εεε, άστα αυτά, πέρασε εμένα ο καιρός μου...
- Καλά, εντάξει, δεν σε τσιγκλάω. Για πες, τι χρώμα θες;
- Μια μαύρη, μια κλασική.
- Σούλαααααα. Σούλαααααα
(Πω πω μια Σούλα!!!! Ντροπή! Είναι και Κυριακή της Ορθοδοξίας!)
Αυτή τη Σούλα, πρώτη φορά την έβλεπα. Αφράτη, τσαχπίνα και ευγενική
- Καλημέρα σας, πώς είμαστε σήμερα;
- Καλημέρα σας. Μια χαρά. Χρόνια πολλά
- Είναι καμιά γιορτή και δεν το ξέρω;
- Κυριακή της Ορθοδοξίας!!! Δεν το θυμάστε;
- Από πού να το θυμάμαι;
- Από την εκκλησία και τα θρησκευτικά και την παράδοσή μας.
- Δεν πάω εκκλησία!
- Α, με συγχωρείτε, ο κόσμος μας είναι φτιαγμένος για τα μεγάλα και τα ωραία.
- Δηλαδή;
- Η πίστη σώζει
- Ποιον;
- Ολους μας!!!
- Από τι;
- Μα, από την αμαρτία!
- Δεν υπάρχει αμαρτία, υπάρχει καλό και κακό
- Μα, τι λέτε τώρα! Τόσοι Αγιοι Πατέρες, η Εκκλησία μας, η παράδοσή μας, το βεβαιώνουν!
- Ποιο;
- Οτι υπάρχει αμαρτία!
- Πού;
- Παντού!
- Εγώ, τώρα που δουλεύω εδώ, Κυριακή πρωί, με το παιδί στη μάνα μου, χωρισμένη, με 320 ευρώ χωρίς ασφάλιση, αμαρτάνω;
- ...............
- Κι αν δεν αμαρτάνω εγώ, αμαρτάνει το αφεντικό μου;
- Εεε, όχι δεν αμαρτάνει
- Γιατί; Αφού είναι Κυριακή, μέρα του Θεού, που θα λέγατε κι εσείς
(Γάτα η Σούλα)
- Δεν ξέρω, αλλά το λέει ο νόμος
- Ποιος νόμος;
- Αυτός της κυβέρνησης
- Οτι;
- Οτι μπορούν να είναι ανοιχτά τα μαγαζιά τις Κυριακές
- 320 ευρώ, χωρίς ασφάλιση...
- Ναι, εντάξει, καταλαβαίνω
- Οχι, δεν καταλαβαίνετε!!! ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ! Ηρθα εδώ για να έχω μια δουλειά, μπας και μπαλώσω καμιά τρύπα. Με απέλυσαν από το εργοστάσιο των ζυμαρικών, γιατί ο τύπος πήγε τα πάντα στη Βουλγαρία, για να κερδίζει περισσότερα. Αλλά τη βίλα την έφτιαξε
- Με τη δουλειά του!
- Εγώ δούλευα. Αυτός έδινε εντολές
- Αυτός είναι εργοστασιάρχης
- Με τη δική μου πλάτη και τα δικά μου χέρια. Για δείτε εδώ το πόδι μου. Οχι, δείτε, σας παρακαλώ. Εδώ, κάτω από το γόνατο
- Σας παρακαλώ, είναι Κυριακή...
- ΔΕΙΤΕ!
Είδα. Ενα βαθούλωμα
- Πώς το πάθατε;
- Οταν κουβαλούσα κάτι κουτιά για τη συσκευασία, παραπάτησα, γλίστρησα, έπεσα πάνω σε έναν μοχλό της μηχανής διαλογής και μου τρύπησε το πόδι
- Λυπάμαι...
- Εγώ να δείτε!
Μεσολαβούν είκοσι δευτερόλεπτα αμηχανίας, από αυτά που δεν θέλεις να ζεις, ακριβώς γιατί σου δείχνουν ότι δεν ζεις.
- Σούλα, δεν εξυπηρετείς τον κύριο;
- Τον εξυπηρετώ
- Αργείς
- Δουλεύω
- Αργείς
- Δεν αργώ!
- Μη μου σηκώνεις εμένα τη φωνή!
- Εγώ: Γιώργη, μη φωνάζεις στο κορίτσι
- Ασε με σε παρακαλώ!Είκοσι μέρες εδώ, όλο απαιτήσεις. Θέλει, λέει, ασφάλιση! Τι ασφάλιση κορίτσι μου; Εδώ δεν έχουμε να πληρώσουμε το ρεύμα, μου θες και ασφάλιση;
- Να κλείνατε τα μαγαζιά όταν σας καλούσε ο Σύλλογος
- Δεν γίνεται. Και δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Εξάλλου, αν δεν ανοίξω μια μέρα, θα μου φάει τη δουλειά το νέο mall.
- Την έχεις χάσει ήδη τη δουλειά. Γι' αυτό μου δίνεις 320 ευρώ
- Σούλα!!
- Τι; Ψέματα λέω;
- Δεν λες κι ευχαριστώ, που έχεις ένα κομμάτι ψωμί! Εμ βέβαια, έτσι είστε εσείς οι νέοι: μπαίνετε σε ένα μαγαζί και θέλετε να μας κάνετε πλύση εγκεφάλου. Μπορεί να είσαι και αριστερή!
- Πλύση εγκεφάλου, σας κάνει όποιος λέει ότι, αν ανοίξετε Κυριακή, θα βγάλετε κι άλλα λεφτά. Οτι θα προσλάβετε κόσμο. Οτι θα πέσουν οι τιμές. Οτι θα έρθει η ανάπτυξη.
- Σούλα! Πρόσεξε τι λες!
- Γιατί; Θα με απολύσεις;
- Μπορεί
- Ε, διώξε με, να πάρω ταμείο ανεργίας κι εγώ
- Σούλα!
- Αει παράτα μας
..........................................................
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα, πόσο θόρυβο κάνει η πόρτα του μαγαζιού του Γιώργη. Νόμιζα ότι, επειδή είναι από τις ασφαλείας, θα έκλεινε σιγά σιγά. Ούτε ήθελα να φύγει έτσι η Σούλα. Κρίμα. Αλλά και πάλι, γιατί εκνευρίστηκε; Καλά τα λέει ο Γιώργης. Δουλειά είχε. Λίγα λεφτουδάκια, δεν λέω, αλλά κάτι ειναι κι αυτό. Με τον καιρό, όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Αισιοδοξία χρειαζόταν. Και πίστη στον Θεό. Ολα τα άλλα, θα έρχονταν.
* Αφορμή στάθηκε το εξής δημοσίευμα
** Ο Αγιος Βαλάντιος είναι δανεισμένο από το θεατρικό του Δημ. Ψαθά, "Εταιρεία Θαυμάτων"