Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Αγωνίστριες

Μετά τον πρόσφατο χαμό της Βάγιας Κ. Παπακόγκου από το Παχτούρι (εδώ πλήρη στοιχεία) πέθανε στις 25 Μαρτίου σε ηλικία 86 ετών μια άλλη πολύ γνωστή αγωνίστρια, η Μαρία Μπέικου. Ηταν γνωστή διότι ήταν η "φωνή" της Μόσχας, η γυναίκα που ενημέρωνε τους εν Ελλάδι κομμουνιστές από την εκπομοή "Εδώ Μόσχα". Μαχήτρια ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, και αυτή πολτάλαντη, ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο μέχρι τα τελευταία της. Σήμερα παρουσιάζουμε ένα κείμενο που βρήκαμε εδώ. Είναι κείμενο που αναδημοσιεύτηκε από το περιοδικό "Ε" της Κυριακάτικης Ελευθροτυπίας στις 10/5/2009.
Μέσα από την παράσταση «Μάουζερ», η αλλοτινή αντάρτισσα και εκφωνήτρια του «Εδώ Μόσχα» Μαρία Μπέικου θυμάται τα λάθη και τα πάθη του παρελθόντος και αφηγείται συγκλονιστικές στιγμές
Δεκαοκτώ χρόνων κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, στην Αντίσταση, και νίκησε. Στα είκοσι δύο βγήκε ξανά στο βουνό, πολεμώντας με τον Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο, και νικήθηκε. Αργότερα έγινε για τους αριστερούς της Ελλάδας η παρήγορη φωνή του «Εδώ Μόσχα». Οταν η Μαρία Μπέικου ήταν 18χρονη αντάρτισσα και πολεμούσε στις γραμμές του ΕΛΑΣ τους Γερμανούς. Στον ώμο της κρέμεται ένα τυφέκιο τύπου «Μάουζερ», το πρώτο δώρο από τον συναγωνιστή σύζυγό της. Σήμερα, με την απόσταση που δίνει ο χρόνος, η αλλοτινή αντάρτισσα Μαρία Μπέικου βλέπει στοχαστικά και με κριτική διάθεση εκείνα τα χρόνια. Τότε που θυσίαζε χωρίς δεύτερη σκέψη τα νιάτα της, εγκατέλειπε το σπίτι της, έπαιρνε τα βουνά κι αργότερα τους δρόμους της προσφυγιάς. Τότε που η εντολή του κόμματος ήταν η φωνή του Θεού. Πρωταγωνίστρια τώρα της παράστασης «Μάουζερ» στο θέατρο «Αττις», μας μιλάει για το παρελθόν και το μέλλον. Ο λόγος της είναι καθαρός, ψύχραιμος, χωρίς μελοδραματισμούς. Και μας δίνει μια γεύση από την περιπετειώδη ζωή της.
Από την Ιατρική στο βουνό
-Στην παράσταση του Θ. Τερζόπουλου εκπροσωπείτε το κομμουνιστικό κατεστημένο το οποίο ζήσατε. Πιστεύετε πραγματικά ότι, εάν οι αριστεροί δεν απείχαν στις εκλογές του ’46, θα είχε αποφευχθεί ο Εμφύλιος;
«Διαβάζοντας ως θεατρικός ρόλος την εντολή του κόμματος ακούω και τα λάθη της. Ηταν λάθος η αποχή από τις εκλογές, η γραμμή της καθοδήγησης και οι παρεμβάσεις απ’ έξω. Ομως, ο Εμφύλιος ήταν για τους κομμουνιστές άμυνα. Ή θα στεκόμασταν να φυλακιστούμε και να εκτελεστούμε ή θα φεύγαμε στο βουνό. Επέλεξα το δεύτερο γιατί ο κλοιός γύρω μου είχε κλείσει. Ο αδελφός μου ήταν στην φυλακή, το ίδιο και ο άντρας μου. Θα μ’ έπιαναν και με συνοπτικές διαδικασίες θα με εκτελούσαν».
-Η πρώτη σας έξοδος στο βουνό, ως αντάρτισα, έγινε στον ΕΛΑΣ;
«Οργανώθηκα στην Κατοχή πρώτα στην Αλληλεγγύη και μετά στην ΕΠΟΝ. Γύρισα όλα τα χωριά της Β. Εύβοιας, στρατολογώντας κόσμο στην Αντίσταση. Ηρθα στην Αθήνα για σπουδές. Στο πρώτο έτος Ιατρικής οργανώθηκα με σύνδεσμο τον Λεωνίδα Κύρκο. Συνέλαβαν τότε τον αδελφό μου. Ηρθαν οι γονείς μου και πληρώνοντας ό,τι είχαν και δεν είχαν κατάφεραν να τον αποφυλακίσουν. »Μας έβαλαν, όμως, όρο: τέρμα οι σπουδές, γυρνάτε σπίτι. Από την οργάνωση μου είχαν πει να δουλέψω στην Εύβοια, αλλά εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω. Ηθελα να πολεμήσω. Ηξερα ότι στο Καρπενήσι είχε αρχίσει η κατάταξη γυναικών στην 13η Μεραρχία. Πλαστογράφησα την υπογραφή των γονιών μου -το κόμμα ζητούσε τη συγκατάθεσή τους- και με μια δικαιολογία έφυγα απ’ το σπίτι. Βρέθηκα με το Μάουζερ στο βουνό να πολεμώ τους Γερμανούς». -Δύο φορές κόψατε την κοτσίδα σας… «Στον ΕΛΑΣ και στον Δ.Σ. Δεν μ’ ένοιαξε καθόλου. Ισα-ίσα έτσι κόκκινα που ήταν τα μαλλιά μου με είχαν δακτυλοδεικτούμενη, δεν μπορούσα να ξεμυτίσω. Είπα στους συντρόφους μου αν σκοτωθώ να τα στείλουν στη μητέρα μου»…
-Τα Δεκεμβριανά πού σας βρήκαν;
«Πήραμε διαταγή να κατεβούμε από τη Λαμία στην Αθήνα γιατί είχαν αρχίσει οι μάχες. Κι ενώ ήμασταν “νικητές” δεν βρέθηκαν τρία, τέσσερα καμιόνια να μας μεταφέρουν. Με τα πόδια φτάσαμε στη Χασιά- άλλο να περπατάς στο βουνό με τις αρβύλες κι άλλο στην άσφαλτο… Η δική μου διμοιρία παρέμεινε στη Χασιά ως το τελευταίο φυλάκιο του Γενικού Αρχηγείου. Μετά τα Δεκεμβριανά βρεθήκαμε στη Λαμία όπου, κατά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, έπρεπε να παραδώσουμε τον οπλισμό μας. Το κάναμε με κλάματα. Ξέραμε ότι τώρα αρχίζουν όλα: διωγμοί, φυλακίσεις, εκτελέσεις, βιασμοί. Μια κατάσταση τραγική». -Εν τω μεταξύ είχατε παντρευτεί. «Το Νοέμβριο του ’45 παντρεύτηκα τον Γεωργούλα. Γνωριστήκαμε στον ΕΛΑΣ και το Μάουζερ που κρατούσα ήταν δώρο δικό του. Ενιωσα το πρώτο ερωτικό σκίρτημα όταν ο κατοπινός συζυγός μου μού πρόσφερε ένα όπλο! Ο ρομαντισμός είχε συνδεθεί και με τη στρατιωτική πειθαρχία. Είχαμε δώσει λόγο τιμής να ολοκληρώσουμε τη σχέση όταν απελευθερωθούμε. Αυτό που μας έκαιγε την καρδιά ήταν η νίκη: να διώξουμε το μισητό εχθρό και ν’ αλλάξουμε τον κόσμο».
-Ομως, δεν προλάβατε να χαρείτε το γάμο με τον άντρας σας…
«Μείναμε μαζί μέχρι τον Απρίλιο του ’46 όπου τον έπιασαν. Κινδύνευα πια κάθε στιγμή. Ολοι μου έλεγαν, κυρίως ο άντρας μου, να φύγω απ’ την Αθήνα. Ζήτησα, μάταια, σύνδεσμο. Αυτό ήταν το διφορούμενο καθεστώς προεμφυλιακά: από τη μια το κόμμα ήταν τάχα νόμιμο κι από την άλλη κάθε μέρα οι παρακρατικοί σκότωναν. Οργάνωσα ξανά μόνη τη φυγή μου όπως και τότε στον ΕΛΑΣ. Τον Αύγουστο του ’47 πήγα στην Παρνασσίδα με διοικητή τον καπετάν Διαμαντή, διαμάντι πραγματικό. Οσοι μείναμε ζωντανοί σ’ αυτόν το χρωστάμε».
Οργή και αδιέξοδο
-Σηκώνατε το όπλο, σημαδεύατε και πυροβολούσατε. Σκοτώσατε;
«Δεν ξέρω. Οταν κρατάς όπλο… Αυτό που ξέρω είναι πόσο διαφορετικά ένιωθα όταν πολεμούσα στον ΕΛΑΣ. Τότε είχα απέναντί μου το Γερμανό, τον κατακτητή της πατρίδας μου και ήθελα να τον σκοτώσω. Στον δεύτερο γύρο είχα απέναντι τον αδελφό μου, έναν Ελληνα. Αν δεν κτυπούσα θα κτυπούσε εκείνος. Πώς ένιωθα σημαδεύοντας; Ενα συναίσθημα αποτροπιασμού για τον εαυτό μου ανακατεμένο με οργή από το αδιέξοδο που βίωνα». -Κι όμως εκείνος ο στρατός αποτελούσε τον καινούριο «εχθρό» που μετά την απελευθέρωση -για την οποία αγωνιστήκατε- σας έστελνε ξανά στις φυλακές και στις εκτελέσεις. «Οταν πια ο εθνικός στρατός κτυπούσε οργανωμένα με τις οδηγίες και την αρωγή των Αγγλοαμερικανών, πράγματι, τα συναισθήματα άλλαζαν. Δεν μας άφηναν σε χλωρό κλαδί. Στο Καρπενήσι μάς βομβάρδιζε ένα αεροπλάνο. Το ρίξαμε χτυπώντας το με ό,τι όπλο διαθέταμε. Βρήκαμε νεκρό τον συκυβερνήτη και πληγωμένο τον κυβερνήτη. Ηταν Αμερικανός. Το γεγονός αποτελούσε αδιάψευστη μαρτυρία για την παρέμβαση των ΗΠΑ -διατείνονταν ότι είναι ουδέτεροι- αλλά ένας αντάρτης από το μίσος του τον αποτελείωσε. Αυτή η ιστορία είχε συνέχεια. »Πριν από μερικά χρόνια με κάλεσαν σε συνάντηση “Εθνικών” και “Δημοκρατικών” στο Καρπενήσι. Εμαθα από τον ξενοδόχο ότι πριν από καιρό βρέθηκε στα μέρη ο γιος εκείνου του πιλότου που σκοτώσαμε αναζητώντας τον τάφο του πατέρα του. Ενιωσα πολύ άσχημα. Ομως ο ξενοδόχος βιάστηκε να συνεχίσει την ιστορία: “Μη στενοχωριέστε. Ικανοποιήθηκε που βρήκε τον τάφο και θεώρησε τον θάνατό του φυσιολογικό. Εμοιαζε να καταλαβαίνει ότι ο πατέρας του πολεμούσε σε μια ξένη χώρα αναίτια”. Αυτό με ανακούφισε».
«Τυχαία έζησα»
-Φτάσατε ποτέ κοντά στον θάνατο;
«Επί τρεις μήνες κάναμε κάθε μέρα μάχη και τη νύχτα πορεία. Δεν ήξερες αν η επόμενη σφαίρα έφευγε για να βρει εσένα. Τυχαία έζησα… Ημασταν γυμνοί, πεινασμένοι, ψωριασμένοι. Τις περισσότερες μάχες τις κάναμε για να βρούμε τροφή και παπούτσια. Ο επιμελητής Κώστας Πεντεδέκας αν έβρισκε μια χούφτα αλεύρι την έκρυβε σε μια βουνοπλαγιά. Ενα κουτσό μουλαράκι κουβαλούσε τα καζάνια. Οταν φτάναμε στο σημείο που ήταν κρυμμένο το αλεύρι το μαγειρεύαμε και τρώγαμε. »Πολλές επιχειρήσεις μας προδίδονταν, όπως κάποια στην Αμφιλοχία. Είχαν ενεδρεύσει στα ριζά και μας περίμεναν. Οταν μπήκαμε είδα τη φωτοβολίδα υποχώρησης. Εριχναν από παντού. Πτώματα από τη μια κι από την άλλη. Στην αναγνώριση δύο εμπροσθοφυλακών, δική μας και του Εθνικού Στρατού, ο Διαμαντής συνεννοήθηκε μαζί τους να σταματήσουμε για μια νύχτα. Ετσι μας άφησαν να περάσουμε».
-Υπήρχαν στιγμές που οι δυο στρατοί ξεχνούσαν το μίσος που τους χώριζε;
«Μέσα στη δίνη, των αλληλοσκοτωμών, μοιραζόμαστε ανθρώπινες στιγμές. Πρωτοακούσαμε το τραγούδι του Τσιτσάνη “Κάποια μάνα αναστενάζει, το γιο της περιμένει” -εμείς ιδέα δεν είχαμε από μουσικές και τέτοια- όταν το τραγουδούσε απέναντί μας η σκοπιά των μπουραντάδων. Το μάθαμε απ’ αυτούς και φτάσαμε στο σημείο να το τραγουδάμε και να κλαίμε μαζί και χωριστά!».
-Ως υπεύθυνη της ΙΙ Μεραρχίας παραβρεθήκατε στην πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη Γυναικών την άνοιξη του ’49 στο Βίτσι.
«Ξεκινήσαμε από το Καρπενήσι τριάντα γυναίκες από τις μεραρχίες της νότιας επικράτειας. Φτάνοντας στο Βίτσι νιώσαμε ότι υπηρετούμε κάτι ανώτερο. Είχαν έρθει ξένες αντιπροσωπείες, όλα ήταν οργανωμένα, ο νέος σοσιαλιστικός κόσμος ανέτειλε… Σε μερικούς μήνες είχαμε ηττηθεί. Δεν κατέβηκα ξανά κάτω γιατί αρρώστησα. Τον Αύγουστο του 1949 έφυγα μαζί με χιλιάδες άλλους στην Αλβανία. Πρέπει να ομολογήσω ότι οι Αλβανοί, που είχαν περάσει τα πάνδεινα, μας πρόσφεραν από το υστέρημά τους».
-Πώς βρεθήκατε στη Σοβιετική Ενωση;
«Φύγαμε από το Δυρράχιο χωρίς να ξέρουμε πού πάμε… Πολλά μεγάλα φορτηγά καράβια φόρτωσαν σε αμπάρια χωριστά άντρες και γυναίκες. Ταξιδέψαμε ως… φορτία γιατί θα περνούσαμε τα Δαρδανέλια. Προορισμός ήταν η Τασκένδη στην ΕΣΣΔ. Δεν είχα ιδέα ότι ο άντρας μου ήταν καταδικασμένος δύο φορές σε θάνατο και ο αδελφός μου φυλακισμένος. Εκεί οργανωθήκαμε σε χιλιάδες καταλύματα. Εζησα το δράμα των γυναικών που επί μήνες ήταν σαν χαμένες. Αρνούνταν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι λέγοντας: “πάρτε μας πίσω, στην Ελλάδα”. Πέρασε καιρός και χρειάστηκε δουλειά μέχρι να συνηθίσουν, μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι εκεί πλέον θα είναι η ζωή τους. Μας έστειλαν να σπουδάσουμε. Εμένα σ’ ένα Ινστιτούτο με αντικείμενο τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς γιατί “η Ελλάδα θα είχε ανάγκη από αυτή την ειδίκευση”… Το 1952 αναζητούσαν εκφωνήτρια στο ραδιοφωνικό σταθμό της Μόσχας. Και με διάλεξαν».
-Εκεί ζήσατε άλλα κοσμοϊστορικά γεγονότα: Εκφωνήσατε κλαίγοντας την είδηση για το θάνατο του Στάλιν, την καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη και την εξορία του, το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, τη νέα περίοδο Χρουστσόφ. Πώς βιώνατε αυτή την καινούρια «σοσιαλιστική» πραγματικότητα;
«Οταν είσαι μέσα σε μια κολεκτίβα δεν έχεις περιθώρια ούτε δράσης ούτε σκέψης δυστυχώς. Πειθαρχείς. Ο,τι λέει το κόμμα είναι σωστό. Επί Χρουστσόφ άνοιξαν οι ορίζοντες. Μέχρι τότε δεν μιλούσε κανείς για τίποτα. Βρισκόσουν με κάποιον, γελούσες, συζητούσες και δεν ήξερες ότι ο πατέρας του ήταν στα γκουλάγκ. Οταν ξεκίνησε η αποσταλινοποίηση μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Φίλοι μας είχαν ανθρώπους χαμένους που τους έκλαιγαν κρυφά χωρίς να διανοούνται να ομολογήσουν τίποτα σε κανέναν. Ναι, εγώ ανακοίνωσα κλαίγοντας το θάνατο του Στάλιν. Εμεινα δύο νύχτες στο σταθμό γιατί η Μόσχα ήταν πολιορκούμενη από εκατομμύρια κόσμου που πενθούσε».
Εμεινε μόνο η πίκρα
-Τώρα που το θυμόσαστε τι σκέφτεστε;
«Η συναισθηματική φόρτιση ήταν θηριώδης. Προείχαν όσα είχαμε πιστέψει και αγωνιστεί γι’ αυτά. Αλλά θα σας πω το εξής: Οταν αργότερα ήρθε στο Ινστιτούτο ο Γεφτουσένκο και ελεύθερα πια μας απήγγειλε, κλαίγαμε ξανά. Κι όταν άνοιξε η πρόσβαση στα έργα της ρωσικής αβανγκάρντ -απαγορευμένης μέχρι τότε- οι ουρές ήταν ατελείωτες, όπως και για τα έργα του Σολζενίτσιν».
-Το σημερινό ΚΚΕ πώς σας φαίνεται;
«Δεν ξέρω πια πώς να το χαρακτηρίσω. Αυτά μάλιστα που λέει τελευταία για τον Στάλιν μου φαίνονται σαν κωμωδία. Επέστρεψα από την ΕΣΣΔ το 1975. Δεν πρόλαβα ζωντανό τον άντρα μου και έκτοτε δεν με ενδιαφέρει τίποτα πια. Μου έμεινε μόνο μια βαθιά πικρία».
-Μετανιώσατε για τους αγώνες σας;
«Καθόλου κι αυτό γιατί δεν υπήρχε επιλογή. Μετά τη διάσπαση ο άντρας μου ακολούθησε το ΚΚΕ εσωτερικού. Μέσα σε μια νύχτα του αφαίρεσαν όλα τα προνόμια, μέχρι και τον τηλέτυπο. Πικράθηκα πολύ και απομακρύνθηκα. Νιώθω αριστερή. Ο Μαρξ επιστρέφει, θυμηθείτε το. Στη θεωρία του θα πατήσει το καινούριο που θα γεννηθεί για ν’ αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο». * Της ΕΦΗΣ ΜΑΡΙΝΟΥ – φωτ.: Π. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚυριακάτικηΕλευθεροτυπία / Επτά, Κυριακή 10 Μαΐου 2009 Στη φωτό, η Μαρία Μπέικου ανάμεσα στις φωτογραφίες δεκάδων φίλων της, επωνύμων (όπως η Διδώ Σωτηρίου) και ανωνύμων αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου